- εμνήστευσε
- ἐμνήστευσεμνηστεύωcourt: aor ind act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐμνήστευσε — μνηστεύω court aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστεύω — (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός] δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek